- συμπαρατήρησις
- συμπαρατήρησιςobservation at the same timefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαρατήρησις — ήσεως, ἡ, Α [συμπαρατηρῶ] παρατήρηση που γίνεται συγχρόνως με άλλη … Dictionary of Greek
συμπαρατηρήσει — συμπαρατήρησις observation at the same time fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμπαρατηρήσεϊ , συμπαρατήρησις observation at the same time fem dat sg (epic) συμπαρατήρησις observation at the same time fem dat sg (attic ionic) συμπαρατηρέω take… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρατήρησιν — συμπαρατήρησις observation at the same time fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)